ταχύρρυθμος

ταχύρρυθμος
-η, -ο, Ν
αυτός που γίνεται με γρήγορο ρυθμό (α. «ταχύρρυθμα σεμινάρια» β. «ταχύρρυθμη ανάπτυξη»).
επίρρ...
ταχύρρυθμα Ν
κατά τρόπο ταχύρρυθμο, με γρήγορο ρυθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -ρρυθμος (< ρυθμός / ῥυθμός), πρβλ. ιδιό-ρρυθμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχύρρυθμος — η, ο αυτός που γίνεται με γρήγορο και εντατικό ρυθμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυρρυθμία — η, Ν [ταχύρρυθμος] ιατρ. είδος αρρυθμίας που συνοδεύεται από ταχυπαλμία …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”