- ταχύρρυθμος
- -η, -ο, Ναυτός που γίνεται με γρήγορο ρυθμό (α. «ταχύρρυθμα σεμινάρια» β. «ταχύρρυθμη ανάπτυξη»).επίρρ...ταχύρρυθμα Νκατά τρόπο ταχύρρυθμο, με γρήγορο ρυθμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -ρρυθμος (< ρυθμός / ῥυθμός), πρβλ. ιδιό-ρρυθμος].
Dictionary of Greek. 2013.